- ἰκτίδων
- ἴκτιςthefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίνι — ο, η, το 1. μικρός 2. (το ουδ.) το μίνι α) πολύ κοντό γυναικείο φόρεμα β) ζωολ. κοινή ονομασία μερικών ειδών τών ικτίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. mini, κατά συγκοπή τού λατ. minimum, υπερθ. τ. τού επιθ. parvus «μικρός»] … Dictionary of Greek
μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… … Dictionary of Greek
σκανκ — το, Ν άκλ. ζωολ. κοινή ξενική ονομασία τού γένους ικτιδών μεφίτις … Dictionary of Greek